- πελιδνούμαι
- πελιδνοῡμαι, -όομαι, ΝΜΑ [πελιδνός]γίνομαι πελιδνός, αποκτώ ωχρό, μαυροκίτρινο χρώμανεοελλ.χάνω το χρώμα μου από φόβο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πελίδνωμα — το, ΝΑ [πελιδνούμαι] μελάνιασμα, μελανάδα ή ωχρότητα … Dictionary of Greek
πελίδνωση — η / πελίδνωσις, ώσεως, ΝΑ [πελιδνούμαι] πελιδνότητα … Dictionary of Greek
ԿԱՊՈՒՏԱԿԻՄ — (եցայ.) NBH 1 1056 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 13c ձ. ԿԱՊՈՒՏԱԿԻՄ ὐακίνθινος εἱμι, κυανίζω caeruleus sum, fio եւ πελιδνοῦμαι liveo, livesco, sanguine suffundor. որ եւ ԿԱՊՈՒՏԱԿԱՆԱԼ. Կապուտակ լինել. զգենուլ զգոյն կապոյտ.… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)